αβρός

αβρός
(abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα θερμότερα μέρη της Ελλάδας. Το κυριότερο είδος είναι o α. o ικέτης,ιθαγενές των ανατολικών Ινδιών. Τα σπέρματά του είναι ωοειδή, λεία, κόκκινα με μαύρες κηλίδες, και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κομπολογιών, περιδέραιων και άλλων κοσμημάτων. Τα σπέρματα, οι ρίζες και ο βλαστός του περιέχουν την τοξική ουσία αβρίνη,που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση ορισμένων οφθαλμικών ασθενειών.
* * *
-ή, -ό (Α ἁβρός, -ά, -όν)·απαλός, τρυφερός, κομψός
νεοελλ.
λεπτός, ευγενικός στους τρόπους, στην ομιλία
αρχ.
1. χαριτωμένος, ωραίος
2. μαλθακός, τρυφηλός
3. ευχάριστος
4. (για πράγματα) λαμπρός
5. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) αβρόν και αβρά
απαλά, χαριτωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. να συνδέεται με τη λέξη ἥβη. Σήμαινε αρχικά τον ωραίο, τον κομψό και αναφερόταν κυρίως σε νέα κορίτσια και γυναίκες (Ανακρ., Σαπφ., Πίνδ.), πολύ νωρίς, όμως, πήρε τη σημασία τού μαλακού, απαλού, τρυφερού και, τελικά, έφτασε να έχει τη μειωτική έννοια τού μαλθακού. Οι ποιητές τη χρησιμοποίησαν με την αρχική της σημασία και με αυτήν διατηρήθηκε στη Νεοελληνική, όπου δηλώνει τον λεπτό, τον ευγενικό.
ΠΑΡ. αρχ. ἁβροσύνη, ἁβρότης, ἁβρύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁβροβάτης, ἁβρόβιος, ἁβροδίαιτος, ἁβρόπηνος, ἁβροχίτων κ.ά.
μσν.
ἁβρόσιτος, ἁβροστόλιστος
νεοελλ.
αβρόφρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁβρός — graceful masc nom sg ἁβρός graceful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβρός — ή, ό επίρρ. ά λεπτός, ευγενής: Προς τις κυρίες ήταν πολύ αβρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἅβρος — ἔβρος , ἔβρος he goat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβρότερον — ἁβρός graceful adverbial comp ἁβρός graceful masc acc comp sg ἁβρός graceful neut nom/voc/acc comp sg ἁβρός graceful adverbial comp ἁβρός graceful masc acc comp sg ἁβρός graceful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροτάτων — ἁβρός graceful fem gen superl pl ἁβρός graceful masc/neut gen superl pl ἁβρός graceful fem gen superl pl ἁβρός graceful masc/neut gen superl pl ἁβροτά̱των , ἁβρότης splendour fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροτέραις — ἁβρός graceful fem dat comp pl ἁβροτέρᾱͅς , ἁβρός graceful fem dat comp pl (attic) ἁβρός graceful fem dat comp pl ἁβροτέρᾱͅς , ἁβρός graceful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροτέρων — ἁβρός graceful fem gen comp pl ἁβρός graceful masc/neut gen comp pl ἁβρός graceful fem gen comp pl ἁβρός graceful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβρά — ἁβρός graceful neut nom/voc/acc pl ἁβρά̱ , ἁβρός graceful fem nom/voc/acc dual ἁβρά̱ , ἁβρός graceful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁβρός graceful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβρόν — ἁβρός graceful masc acc sg ἁβρός graceful neut nom/voc/acc sg ἁβρός graceful masc/fem acc sg ἁβρός graceful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβρότατα — ἁβρός graceful adverbial superl ἁβρός graceful neut nom/voc/acc superl pl ἁβρός graceful adverbial superl ἁβρός graceful neut nom/voc/acc superl pl ἁβρότᾱτα , ἁβρότης splendour fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”